ἁμαρτικός: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
(6_11)
 
(big3_3)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμαρτικός''': ἡμαρτημένος ἀντὶ [[ἁμαρτητικός]], Δαμασκ. ΙΙΙ, 693C.
|lstext='''ἁμαρτικός''': ἡμαρτημένος ἀντὶ [[ἁμαρτητικός]], Δαμασκ. ΙΙΙ, 693C.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἁμαρτῐκός) -ή, -όν<br />[[pecaminoso]], [[inclinado al pecado]] χεὶρ ἁμαρτωλοῦ, ἡ ἁ. ἐστι πρᾶξις Diodor.T.<i>Ps</i>.M.33.1608C, del alma, Gr.Nyss.<i>Apoll</i>.165.2, κίνησιν γὰρ ἁμαρτικὴν τὸ σαλευθῆναι δηλοῖ Cyr.Al.M.69.813B.
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαρτικός: ἡμαρτημένος ἀντὶ ἁμαρτητικός, Δαμασκ. ΙΙΙ, 693C.

Spanish (DGE)

(ἁμαρτῐκός) -ή, -όν
pecaminoso, inclinado al pecado χεὶρ ἁμαρτωλοῦ, ἡ ἁ. ἐστι πρᾶξις Diodor.T.Ps.M.33.1608C, del alma, Gr.Nyss.Apoll.165.2, κίνησιν γὰρ ἁμαρτικὴν τὸ σαλευθῆναι δηλοῖ Cyr.Al.M.69.813B.