ἀναχρονίζω: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(6_20) |
(big3_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναχρονίζω''': ποιῶ ἀναχρονισμόν, δὲν φυλάττω ἀκριβῆ χρονολογίαν, παθ., «ἐπίτηδες πρὸς ἔπαινον τῶν Ἀθηναίων ἀνακεχρόνισται» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 861, Ἱππ. 231, Εὐστ. Ὀδ. σ. 1404. 29. | |lstext='''ἀναχρονίζω''': ποιῶ ἀναχρονισμόν, δὲν φυλάττω ἀκριβῆ χρονολογίαν, παθ., «ἐπίτηδες πρὸς ἔπαινον τῶν Ἀθηναίων ἀνακεχρόνισται» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 861, Ἱππ. 231, Εὐστ. Ὀδ. σ. 1404. 29. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[retrasarse]] c. part. πέμποντες ἐπιστόλια <i>PTeb</i>.413.14 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> gram. en v. med.-pas. [[ser un anacronismo]] Sch.E.<i>Hipp</i>.231, <i>Ph</i>.854, Eust.1404.29. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 215] in eine andere, unrichtige Zeit versetzen, die Zeiten verwechseln, Schol. Eur. Phoen. 861.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχρονίζω: ποιῶ ἀναχρονισμόν, δὲν φυλάττω ἀκριβῆ χρονολογίαν, παθ., «ἐπίτηδες πρὸς ἔπαινον τῶν Ἀθηναίων ἀνακεχρόνισται» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 861, Ἱππ. 231, Εὐστ. Ὀδ. σ. 1404. 29.
Spanish (DGE)
1 retrasarse c. part. πέμποντες ἐπιστόλια PTeb.413.14 (II d.C.).
2 gram. en v. med.-pas. ser un anacronismo Sch.E.Hipp.231, Ph.854, Eust.1404.29.