ἀναβρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναβρωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀναβιβρώσκων, [[διαβρωτικός]], Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1, σ. 278. | |lstext='''ἀναβρωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀναβιβρώσκων, [[διαβρωτικός]], Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1, σ. 278. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν [[corrosivo]] Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.92. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A corrosive, Alex.Aphr.Pr.1.92.
German (Pape)
[Seite 182] annagend, anfressend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀναβιβρώσκων, διαβρωτικός, Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1, σ. 278.
Spanish (DGE)
-ή, -όν corrosivo Alex.Aphr.Pr.1.92.