ἀνηρεφής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
(6_7) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) [[ἄνευ]] ὀροφῆς, ἀνηρεφέος πέλε νηοῦ Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 1171 (κατὰ Μαδβ. εὐηρεφέος). | |lstext='''ἀνηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) [[ἄνευ]] ὀροφῆς, ἀνηρεφέος πέλε νηοῦ Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 1171 (κατὰ Μαδβ. εὐηρεφέος). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές [[no cubierto]] νηός A.R.2.1171. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A not couered, A.R.2.1171.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ἄνευ ὀροφῆς, ἀνηρεφέος πέλε νηοῦ Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 1171 (κατὰ Μαδβ. εὐηρεφέος).
Spanish (DGE)
-ές no cubierto νηός A.R.2.1171.