ἀπαυλίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_5) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαυλίζομαι''': ἀόρ. -ηυλίσθην: ἀποθ. : -κοιμῶμαι ἢ [[διαμένω]] μακρὰν ἀπό τινος, τῆς πόλεως Διον. Ἁλ. 8. 87. | |lstext='''ἀπαυλίζομαι''': ἀόρ. -ηυλίσθην: ἀποθ. : -κοιμῶμαι ἢ [[διαμένω]] μακρὰν ἀπό τινος, τῆς πόλεως Διον. Ἁλ. 8. 87. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[pernoctar lejos de]] c. gen. τῆς πόλεως D.H.8.87<br /><b class="num">•</b>ritualmente [[pernoctar lejos]] la víspera de la boda ἀπὸ τῆς νύμφης Poll.3.39. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
aor. -ηυλίσθην,
A sleep or live away from, τῆς πόλεως D.H.8.87; ἀπὸ τῆς νύμφης Poll.3.39.
German (Pape)
[Seite 282] allein, abgesondert schlafen, wohnen, πόλεως, fern von der Stadt, D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαυλίζομαι: ἀόρ. -ηυλίσθην: ἀποθ. : -κοιμῶμαι ἢ διαμένω μακρὰν ἀπό τινος, τῆς πόλεως Διον. Ἁλ. 8. 87.
Spanish (DGE)
pernoctar lejos de c. gen. τῆς πόλεως D.H.8.87
•ritualmente pernoctar lejos la víspera de la boda ἀπὸ τῆς νύμφης Poll.3.39.