ἄπηκτος: Difference between revisions
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
(6_18) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄπηκτος''': -ον, ὁ μὴ πηγνύμενος, ὁ μὴ γινόμενος [[πηκτός]], ὁ [[ἀνεπίδεκτος]] στερεοποιήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 6, κ. ἐξ., πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 7, Ἱστ. Ζ. 3. 17, 1. | |lstext='''ἄπηκτος''': -ον, ὁ μὴ πηγνύμενος, ὁ μὴ γινόμενος [[πηκτός]], ὁ [[ἀνεπίδεκτος]] στερεοποιήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 6, κ. ἐξ., πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 7, Ἱστ. Ζ. 3. 17, 1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insolidificable]] ἀ. ὅσα μὴ ἔχει ὑγρότητα Arist.<i>Mete</i>.385<sup>b</sup>1, [[ἀήρ]] Arist.<i>GA</i> 735<sup>b</sup>30, πιμελή Arist.<i>HA</i> 520<sup>a</sup>8, τὸ ὑγρόν Arist.<i>Sens</i>.438<sup>a</sup>22.<br /><b class="num">2</b> [[que no es sólido]] θεμέλια Sor.34.23. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not capable of being solidified, Arist.Mete.385b1, GA 735b30, HA520a8. 2 not solid, θεμέλια Sor.1.47.
German (Pape)
[Seite 290] = ἀπαγής, Arist. gen. anim. 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπηκτος: -ον, ὁ μὴ πηγνύμενος, ὁ μὴ γινόμενος πηκτός, ὁ ἀνεπίδεκτος στερεοποιήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 6, κ. ἐξ., πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 7, Ἱστ. Ζ. 3. 17, 1.
Spanish (DGE)
-ον
1 insolidificable ἀ. ὅσα μὴ ἔχει ὑγρότητα Arist.Mete.385b1, ἀήρ Arist.GA 735b30, πιμελή Arist.HA 520a8, τὸ ὑγρόν Arist.Sens.438a22.
2 que no es sólido θεμέλια Sor.34.23.