ἀποδεδειλιακότως: Difference between revisions
From LSJ
χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam
(6_6) |
(big3_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδεδειλιᾱκότως''': ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ [[ἀποδειλιάω]], δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Ε΄, 123 ὡς δύσφθεγκτον. | |lstext='''ἀποδεδειλιᾱκότως''': ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ [[ἀποδειλιάω]], δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Ε΄, 123 ὡς δύσφθεγκτον. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. de [[ἀποδειλιάω]] [[cobardemente]] Poll.5.123. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
Adv., (ἀποδειλιάω)
A in a cowardly way, censured by Poll.5.123.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεδειλιᾱκότως: ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ ἀποδειλιάω, δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ε΄, 123 ὡς δύσφθεγκτον.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἀποδειλιάω cobardemente Poll.5.123.