ἀπερυγγάνω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(6_5)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπερυγγάνω''': ἀόρ. ἀπήρῠγον, ἐξερεύγομαι, ἐξεμῶ, τὴν κραιπάλην Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 517· οὕτω Νικ. Θ. 253, Διόγ. Λ. 5. 77, Φίλων 1. 639· ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλω χύνομαι, Νικήτ. Ἀκομ. Ἅλωσ. Πόλεως σ. 410C. II. ἀπολ., [[ἐρεύγομαι]], Ἀριστ. Πρβλ. 33. 5.
|lstext='''ἀπερυγγάνω''': ἀόρ. ἀπήρῠγον, ἐξερεύγομαι, ἐξεμῶ, τὴν κραιπάλην Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 517· οὕτω Νικ. Θ. 253, Διόγ. Λ. 5. 77, Φίλων 1. 639· ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλω χύνομαι, Νικήτ. Ἀκομ. Ἅλωσ. Πόλεως σ. 410C. II. ἀπολ., [[ἐρεύγομαι]], Ἀριστ. Πρβλ. 33. 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[vomitar]], [[devolver]] τὴν κραιπάλην Alciphr.2.30, χολόεντας ἀ. νηδύος ὄγκους Nic.<i>Th</i>.253.<br /><b class="num">2</b> [[eructar]] Hp.<i>Morb</i>.2.69, Arist.<i>Pr</i>.962<sup>a</sup>8.<br /><b class="num">3</b> fig. [[desahogar]], [[volcar]] τὸν ἰὸν ... εἰς τὸν χαλκόν D.L.5.77, τὸ σῶμα ... τὸν πολὺν οἶστρον ἀπερυγόντα λωφήσῃ Ph.1.639.
}}
}}

Revision as of 12:15, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερυγγάνω Medium diacritics: ἀπερυγγάνω Low diacritics: απερυγγάνω Capitals: ΑΠΕΡΥΓΓΑΝΩ
Transliteration A: aperyngánō Transliteration B: aperynganō Transliteration C: aperyggano Beta Code: a)perugga/nw

English (LSJ)

aor. ἀπήρῠγον,

   A belch forth, disgorge, τὴν κραιπάλην Alciphr.3.32, cf. Nic.Th.253: metaph., vent, D.L.5.77, Ph.1.639.    II abs., eructate, Arist.Pr.962a8.

German (Pape)

[Seite 288] ausspeien, Alciphr. 3, 32 κραιπάλην; vgl. D. Sic. 5, 77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερυγγάνω: ἀόρ. ἀπήρῠγον, ἐξερεύγομαι, ἐξεμῶ, τὴν κραιπάλην Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 517· οὕτω Νικ. Θ. 253, Διόγ. Λ. 5. 77, Φίλων 1. 639· ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλω χύνομαι, Νικήτ. Ἀκομ. Ἅλωσ. Πόλεως σ. 410C. II. ἀπολ., ἐρεύγομαι, Ἀριστ. Πρβλ. 33. 5.

Spanish (DGE)

1 vomitar, devolver τὴν κραιπάλην Alciphr.2.30, χολόεντας ἀ. νηδύος ὄγκους Nic.Th.253.
2 eructar Hp.Morb.2.69, Arist.Pr.962a8.
3 fig. desahogar, volcar τὸν ἰὸν ... εἰς τὸν χαλκόν D.L.5.77, τὸ σῶμα ... τὸν πολὺν οἶστρον ἀπερυγόντα λωφήσῃ Ph.1.639.