ἁρμοζόντως: Difference between revisions
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(6_6) |
(big3_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁρμοζόντως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[ἁρμόζω]], ἁρμοδίως, Διόδ. 3. 15· ὁ [[τύπος]] ἁρμοττόντως ἀπαντᾷ ἐν Φίλωνι Βελοπ. 82. | |lstext='''ἁρμοζόντως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[ἁρμόζω]], ἁρμοδίως, Διόδ. 3. 15· ὁ [[τύπος]] ἁρμοττόντως ἀπαντᾷ ἐν Φίλωνι Βελοπ. 82. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. ἁρμοττόντως Ph.<i>Mech</i>.82.4, Iambl.<i>Comm.Math</i>.17, Sch.Ar.<i>Nu</i>.253<br />adv. [[convenientemente]], [[de modo adecuado]] c. dat. ἁ. τοῖς ὑπάρχουσι τόποις Ph.l.c., ἁρμοζόντοις (<i>sic</i>) τοῖς ἰν τοῖ<ς> ψαφίσματι γεγραμμένοις <i>IM</i> 38.10 (III a.C.), τοῖς ἀνθρώποις ἁ. φαίνεσθαι <i>UPZ</i> 110.77 (II a.C.), τῇ χρείᾳ D.S.3.15, ἁ. τῷ πάθει Gal.18(1).773, ἁ. λέγειν τοῖς παροῦσιν I.<i>AI</i> 6.10, ἑκατέρῳ τε χρώμεθα ἁ. Iambl.l.c., c. gen. ἁ. δὲ τῶν φιλοσόφων ἐπιγράφει Sch.Ar.l.c. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
A suitably, χρείᾳ τινῶν D.S.3.15, cf.SIG559.10(iii B. C.), BGU1060.31 (i B. C.); τοῖς παροῦσι J.AJ6.1.2; τῷ πάθει Gal.18(1).773; Att. ἁρμοττόντως Ph.Bel.82.4, Iamb.Comm.Math.17, Sch.Ar. Nu.253.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοζόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἁρμόζω, ἁρμοδίως, Διόδ. 3. 15· ὁ τύπος ἁρμοττόντως ἀπαντᾷ ἐν Φίλωνι Βελοπ. 82.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. ἁρμοττόντως Ph.Mech.82.4, Iambl.Comm.Math.17, Sch.Ar.Nu.253
adv. convenientemente, de modo adecuado c. dat. ἁ. τοῖς ὑπάρχουσι τόποις Ph.l.c., ἁρμοζόντοις (sic) τοῖς ἰν τοῖ<ς> ψαφίσματι γεγραμμένοις IM 38.10 (III a.C.), τοῖς ἀνθρώποις ἁ. φαίνεσθαι UPZ 110.77 (II a.C.), τῇ χρείᾳ D.S.3.15, ἁ. τῷ πάθει Gal.18(1).773, ἁ. λέγειν τοῖς παροῦσιν I.AI 6.10, ἑκατέρῳ τε χρώμεθα ἁ. Iambl.l.c., c. gen. ἁ. δὲ τῶν φιλοσόφων ἐπιγράφει Sch.Ar.l.c.