ἁρμοζόντως

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμοζόντως Medium diacritics: ἁρμοζόντως Low diacritics: αρμοζόντως Capitals: ΑΡΜΟΖΟΝΤΩΣ
Transliteration A: harmozóntōs Transliteration B: harmozontōs Transliteration C: armozontos Beta Code: a(rmozo/ntws

English (LSJ)

suitably, χρείᾳ τινῶν D.S.3.15, cf.SIG559.10(iii B. C.), BGU1060.31 (i B. C.); τοῖς παροῦσι J.AJ6.1.2; τῷ πάθει Gal.18(1).773; Att. ἁρμοττόντως Ph.Bel.82.4, Iamb.Comm.Math.17, Sch.Ar. Nu.253.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. ἁρμοττόντως Ph.Mech.82.4, Iambl.Comm.Math.17, Sch.Ar.Nu.253
adv. convenientemente, de modo adecuado c. dat. ἁ. τοῖς ὑπάρχουσι τόποις Ph.l.c., ἁρμοζόντοις (sic) τοῖς ἰν τοῖ<ς> ψαφίσματι γεγραμμένοις IM 38.10 (III a.C.), τοῖς ἀνθρώποις ἁ. φαίνεσθαι UPZ 110.77 (II a.C.), τῇ χρείᾳ D.S.3.15, ἁ. τῷ πάθει Gal.18(1).773, ἁ. λέγειν τοῖς παροῦσιν I.AI 6.10, ἑκατέρῳ τε χρώμεθα ἁ. Iambl.l.c., c. gen. ἁ. δὲ τῶν φιλοσόφων ἐπιγράφει Sch.Ar.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμοζόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἁρμόζω, ἁρμοδίως, Διόδ. 3. 15· ὁ τύπος ἁρμοττόντως ἀπαντᾷ ἐν Φίλωνι Βελοπ. 82.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμοζόντως: соответственно, сообразно (τῇ χρείᾳ τινός Diod.).

German (Pape)

paßlich, angemessen, DS