αὐλιστήριον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6_21)
(big3_7)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐλιστήριον''': τό, [[μάνδρα]], Στοβ. Ἐκκλ. 1. 1074, [[κατάλυμα]], Ἀκύλ. Π. Δ., Ἡσύχ. ἐν λ. συοβαύβαλοι.
|lstext='''αὐλιστήριον''': τό, [[μάνδρα]], Στοβ. Ἐκκλ. 1. 1074, [[κατάλυμα]], Ἀκύλ. Π. Δ., Ἡσύχ. ἐν λ. συοβαύβαλοι.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />[[redil]], [[aprisco]] Aq.<i>Is</i>.10.29, <i>Corp.Herm.Fr</i>.25.7, Hsch.s.u. συοβαύβαλοι.
}}
}}

Revision as of 12:19, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλιστήριον Medium diacritics: αὐλιστήριον Low diacritics: αυλιστήριον Capitals: ΑΥΛΙΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: aulistḗrion Transliteration B: aulistērion Transliteration C: avlistirion Beta Code: au)listh/rion

English (LSJ)

τό,

   A stall, steading, Herm. ap. Stob.1.49.68, Aq.Is.10.29, Hsch. s.v. συοβαύβαλοι.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλιστήριον: τό, μάνδρα, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 1074, κατάλυμα, Ἀκύλ. Π. Δ., Ἡσύχ. ἐν λ. συοβαύβαλοι.

Spanish (DGE)

-ου, τό
redil, aprisco Aq.Is.10.29, Corp.Herm.Fr.25.7, Hsch.s.u. συοβαύβαλοι.