ἀφόμοιος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(6_16) |
(big3_8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφόμοιος''': -ον, [[ἀνόμοιος]], Διοσκ. 5. 119: - [[ἀλλά]], 2) ἀφομοιωθείς, γενόμενος [[παρόμοιος]], Βυζ. - Τὸ οὐσιαστ. ἀφομοιότης, ητος, ἡ, ἐν Ἀμφιλοχ. σ. 44. | |lstext='''ἀφόμοιος''': -ον, [[ἀνόμοιος]], Διοσκ. 5. 119: - [[ἀλλά]], 2) ἀφομοιωθείς, γενόμενος [[παρόμοιος]], Βυζ. - Τὸ οὐσιαστ. ἀφομοιότης, ητος, ἡ, ἐν Ἀμφιλοχ. σ. 44. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[disímil]], [[diferente]] ἴδιον [[γάρ]] ἐστι γένος, οὐκ ἀφόμοιον Dsc.5.102.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀφόμοιον [[ejemplar]], [[copia]] εὑρὼν οὐ μικρᾶς παιδείας ἀφόμοιον encontrando un ejemplar de no pequeña instrucción</i> LXX <i>Si</i>.pról.29. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unlike, Dsc.5.102:—but, 2 likened, made like, in Subst. ἀφόμοιον, τό, copy, LXX Si.Prol.21.
German (Pape)
[Seite 413] 1) unähnlich? – 2) verähnlicht?
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόμοιος: -ον, ἀνόμοιος, Διοσκ. 5. 119: - ἀλλά, 2) ἀφομοιωθείς, γενόμενος παρόμοιος, Βυζ. - Τὸ οὐσιαστ. ἀφομοιότης, ητος, ἡ, ἐν Ἀμφιλοχ. σ. 44.
Spanish (DGE)
-ον
1 disímil, diferente ἴδιον γάρ ἐστι γένος, οὐκ ἀφόμοιον Dsc.5.102.
2 subst. τὸ ἀφόμοιον ejemplar, copia εὑρὼν οὐ μικρᾶς παιδείας ἀφόμοιον encontrando un ejemplar de no pequeña instrucción LXX Si.pról.29.