ἀχειρί: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(6_6)
 
(big3_8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχειρί''': ἐπίρρ., [[ἄνευ]] χειρῶν, ταῖς πύλαις [[ἀχειρί]] καὶ αὐτοματί αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Ἐπιφάν. τ. 2. σ. 271D).
|lstext='''ἀχειρί''': ἐπίρρ., [[ἄνευ]] χειρῶν, ταῖς πύλαις [[ἀχειρί]] καὶ αὐτοματί αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Ἐπιφάν. τ. 2. σ. 271D).
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. [[sin ayuda de manos]], [[por sí mismo]] αὐταῖς ταῖς πύλαις ἀ. καὶ αὐτοματὶ αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Epiph.Const.<i>Hom</i>.M.43.457C.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀχειρί: ἐπίρρ., ἄνευ χειρῶν, ταῖς πύλαις ἀχειρί καὶ αὐτοματί αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Ἐπιφάν. τ. 2. σ. 271D).

Spanish (DGE)

adv. sin ayuda de manos, por sí mismo αὐταῖς ταῖς πύλαις ἀ. καὶ αὐτοματὶ αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Epiph.Const.Hom.M.43.457C.