βλοσυρότης: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
(6_12) |
(big3_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βλοσυρότης''': -ητος, ἡ, [[αὐστηρότης]], [[φοβερότης]], [[ἀγριότης]], βλέμματος, Εὐστ. 1194. 46. | |lstext='''βλοσυρότης''': -ητος, ἡ, [[αὐστηρότης]], [[φοβερότης]], [[ἀγριότης]], βλέμματος, Εὐστ. 1194. 46. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ητος, ἡ [[ferocidad]] Porph.<i>in Ptol</i>.198, Eust.1194.46. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 21 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A grimness, Eust.1194.46.
Greek (Liddell-Scott)
βλοσυρότης: -ητος, ἡ, αὐστηρότης, φοβερότης, ἀγριότης, βλέμματος, Εὐστ. 1194. 46.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ ferocidad Porph.in Ptol.198, Eust.1194.46.