γλυφικός: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(6_10) |
(big3_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλῠφικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ γλυφήν· γλυφικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 841. | |lstext='''γλῠφικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ γλυφήν· γλυφικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 841. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(γλῠφικός) -ή, -όν<br />[[de la escultura]] ἡ γ. πλαστική (<i>sc</i>. τέχνη) [[arte plástica]] Philostr.<i>Im</i>.1.2, cf. <i>Epigr.Gr</i>.841.4 (Tracia), Eustr.<i>in EN</i> 19.24. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for carving: γλυφική (sc. τέχνη) Epigr.Gr. 841 (Thrace).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠφικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ γλυφήν· γλυφικὴ (ἐνν. τέχνη) Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 841.
Spanish (DGE)
(γλῠφικός) -ή, -όν
de la escultura ἡ γ. πλαστική (sc. τέχνη) arte plástica Philostr.Im.1.2, cf. Epigr.Gr.841.4 (Tracia), Eustr.in EN 19.24.