διαγιγγράζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαγιγγράζω''': χορδίζω, [[ἐντείνω]], Ἀθηνίων Σαμοθρ. 1. 31, ἐκ διορθώσεως τοῦ Dobr., κωμικῶς εἰρημένον περὶ μαγείρου ἐντέχνως κατασκευάζοντος ζωμόν. | |lstext='''διαγιγγράζω''': χορδίζω, [[ἐντείνω]], Ἀθηνίων Σαμοθρ. 1. 31, ἐκ διορθώσεως τοῦ Dobr., κωμικῶς εἰρημένον περὶ μαγείρου ἐντέχνως κατασκευάζοντος ζωμόν. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[dar el tono]], [[afinar]] fig. de un cocinero διεγίγγρασ' ὑποκρούσας γλυκεῖ dio el tono adecuado con un toque de mosto</i> a un guiso, Athenio 1.31. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
lit.
A tune up: metaph. of a cook, Athenio 1.31 (cj. Dobr.).
Greek (Liddell-Scott)
διαγιγγράζω: χορδίζω, ἐντείνω, Ἀθηνίων Σαμοθρ. 1. 31, ἐκ διορθώσεως τοῦ Dobr., κωμικῶς εἰρημένον περὶ μαγείρου ἐντέχνως κατασκευάζοντος ζωμόν.
Spanish (DGE)
dar el tono, afinar fig. de un cocinero διεγίγγρασ' ὑποκρούσας γλυκεῖ dio el tono adecuado con un toque de mosto a un guiso, Athenio 1.31.