διάσχισις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(6_8) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάσχῐσις''': -εως, ἡ [[διαίρεσις]], [[διαχωρισμός]], [[χώρισμα]], Ἀθήν. 488Ε. | |lstext='''διάσχῐσις''': -εως, ἡ [[διαίρεσις]], [[διαχωρισμός]], [[χώρισμα]], Ἀθήν. 488Ε. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[separación]], [[distancia de separación]] entre las asas de un recipiente, Ath.488e.<br /><b class="num">2</b> [[desviación]] del camino principal εὐρείας ὁδοῦ καὶ μεγάλης μικραὶ διασχίσεις καὶ ἀπονεύσεις Them.<i>Or</i>.20.236b.<br /><b class="num">3</b> [[división]], [[disensión]] ἦσαν κατανυγέντες ἐκ τῆς διασχίσεως ταύτης Didym.<i>in Ps</i>.219.12<br /><b class="num">•</b>[[brecha]], [[rotura]] ἐνεκολλήθη ἣν ἐκαινοτόμησεν διάσχισιν τῶν νόμων Didym.<i>in Zacch</i>.5.66. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A division, cleft, Ath.11.488e; of roads, Them.Or.20.236b (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διάσχῐσις: -εως, ἡ διαίρεσις, διαχωρισμός, χώρισμα, Ἀθήν. 488Ε.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 separación, distancia de separación entre las asas de un recipiente, Ath.488e.
2 desviación del camino principal εὐρείας ὁδοῦ καὶ μεγάλης μικραὶ διασχίσεις καὶ ἀπονεύσεις Them.Or.20.236b.
3 división, disensión ἦσαν κατανυγέντες ἐκ τῆς διασχίσεως ταύτης Didym.in Ps.219.12
•brecha, rotura ἐνεκολλήθη ἣν ἐκαινοτόμησεν διάσχισιν τῶν νόμων Didym.in Zacch.5.66.