διάσχισις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, division, cleft, Ath.11.488e; of roads, Them.Or.20.236b (pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 separación, distancia de separación entre las asas de un recipiente, Ath.488e.
2 desviación del camino principal εὐρείας ὁδοῦ καὶ μεγάλης μικραὶ διασχίσεις καὶ ἀπονεύσεις Them.Or.20.236b.
3 división, disensión ἦσαν κατανυγέντες ἐκ τῆς διασχίσεως ταύτης Didym.in Ps.219.12
•brecha, rotura ἐνεκολλήθη ἣν ἐκαινοτόμησεν διάσχισιν τῶν νόμων Didym.in Zacch.5.66.
Greek (Liddell-Scott)
διάσχῐσις: -εως, ἡ διαίρεσις, διαχωρισμός, χώρισμα, Ἀθήν. 488Ε.