διορθωτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source
(6_11)
(big3_12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διορθωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν ἢ ἱκανότητα πρὸς τὸ διορθοῦν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 12, κτλ. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 936. 43.
|lstext='''διορθωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν ἢ ἱκανότητα πρὸς τὸ διορθοῦν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 12, κτλ. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 936. 43.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[correctivo]] en sent. moral o espiritual (ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένων Clem.Al.<i>Strom</i>.1.26.168, δ. τῶν πλημμελουμένων Gr.Nyss.<i>Tres dei</i>.51.3<br /><b class="num">•</b>de la justicia [[correctivo]] (op. la justicia llamada distributiva) ἓν δὲ ([[εἶδος]] τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν y una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos</i> Arist.<i>EN</i> 1131<sup>a</sup>1, ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ. Arist.<i>EE</i> 1248<sup>b</sup>5, ἡ δὲ τῆς φύσεως [[δύναμις]] Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.68.15.<br /><b class="num">2</b> filol. [[relativo a la crítica textual]] μέρος τῆς γραμματικῆς Sch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.<i>Il</i>.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.<i>Il</i>.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.<i>Il</i>.17.607c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[correctamente]], [[de forma recta]] ταῦτα ... δ. λέγει Didym.<i>in Iob</i> 180.4, cf. Chrys.<i>Iob</i>.38.2, δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξεν Procl.<i>in R</i>.1.204, cf. Eust.936.43.
}}
}}

Revision as of 12:25, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορθωτικός Medium diacritics: διορθωτικός Low diacritics: διορθωτικός Capitals: ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diorthōtikós Transliteration B: diorthōtikos Transliteration C: diorthotikos Beta Code: diorqwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A corrective, Arist.EN1131a1; τὰ -κά, title of works on textual criticism by Seleucus and Crates, Sch.Il.Oxy.221 xv 25, xvii 31. Adv. -κῶς Eust. 936.43.

Greek (Liddell-Scott)

διορθωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν ἢ ἱκανότητα πρὸς τὸ διορθοῦν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 12, κτλ. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 936. 43.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1correctivo en sent. moral o espiritual (ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένων Clem.Al.Strom.1.26.168, δ. τῶν πλημμελουμένων Gr.Nyss.Tres dei.51.3
de la justicia correctivo (op. la justicia llamada distributiva) ἓν δὲ (εἶδος τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν y una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos Arist.EN 1131a1, ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ. Arist.EE 1248b5, ἡ δὲ τῆς φύσεως δύναμις Gr.Nyss.Or.Catech.68.15.
2 filol. relativo a la crítica textual μέρος τῆς γραμματικῆς Sch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.Il.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.Il.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.Il.17.607c.
II adv. -ῶς correctamente, de forma recta ταῦτα ... δ. λέγει Didym.in Iob 180.4, cf. Chrys.Iob.38.2, δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξεν Procl.in R.1.204, cf. Eust.936.43.