δοκιμόω: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_1) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δοκιμόω''': [[δοκιμάζω]], Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122. | |lstext='''δοκιμόω''': [[δοκιμάζω]], Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δοκῐμόω) <b class="num">• Alolema(s):</b> lesb. δοκίμωμι Sapph.52, 56, Balbill.29.11<br /><b class="num">1</b> [[aprobar]] τὴν γραφὴν ... ἢν δοκιμώσῃς Pherecyd.Syr.<i>Ep</i>.p.460, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[creer]], [[considerar]] c. inf. οὐδ' ἴαν δοκίμωμι ἔσσεσθαι σοφίαν πάρθενον ... τεαύταν Sapph.56, cf. 52, ὄττις δοκίμοι ... νικάσην Ἔρον Theoc.30.25, οὐ δοκίμωμι σέθεν τόδ' ὄλεσθ' ἂν [[ἄγαλμα]] Balbill.l.c. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
A = δοκιμάζω, Parm.1.32, Pherecyd. ap. D.L.1.122, Theoc.30.25, Hsch.
German (Pape)
[Seite 654] = δοκιμάζω; Pherecyd. bei D. L. 1, 122.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμόω: δοκιμάζω, Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122.
Spanish (DGE)
(δοκῐμόω) • Alolema(s): lesb. δοκίμωμι Sapph.52, 56, Balbill.29.11
1 aprobar τὴν γραφὴν ... ἢν δοκιμώσῃς Pherecyd.Syr.Ep.p.460, cf. Hsch.
2 creer, considerar c. inf. οὐδ' ἴαν δοκίμωμι ἔσσεσθαι σοφίαν πάρθενον ... τεαύταν Sapph.56, cf. 52, ὄττις δοκίμοι ... νικάσην Ἔρον Theoc.30.25, οὐ δοκίμωμι σέθεν τόδ' ὄλεσθ' ἂν ἄγαλμα Balbill.l.c.