δυσερεύνητος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσερεύνητος''': -ον, δυσκόλως ἐρευνόμενος, Ἰώσηπ. Π. Ι. 1. 16, 5. | |lstext='''δυσερεύνητος''': -ον, δυσκόλως ἐρευνόμενος, Ἰώσηπ. Π. Ι. 1. 16, 5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de explorar]], [[inextricable]] τὰ [[ἕλη]] καὶ δυσερεύνητα τῶν χωρίων I.<i>BI</i> 1.315. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to search, χωρία J.BJ1.16.5.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu durchspüren, χωρίον Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δυσερεύνητος: -ον, δυσκόλως ἐρευνόμενος, Ἰώσηπ. Π. Ι. 1. 16, 5.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de explorar, inextricable τὰ ἕλη καὶ δυσερεύνητα τῶν χωρίων I.BI 1.315.