ἔγκατα: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(Autenrieth)
(big3_13)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=dat. [[ἔγκασι]]: [[entrails]].
|auten=dat. [[ἔγκασι]]: [[entrails]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἔγκᾰτα) -ων, τά<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> sg. ἔγκατον Luc.<i>Lex</i>.3; lacon. [[ἔγκυτον]] Hsch.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [dat. ἔγκασι <i>Il</i>.11.438, pero ἐγκάτοις LXX <i>Ps</i>.50.12, ἐγκάτοισι Anon. en Sud.s.u. φλυδούμενος]<br />[[entrañas]] ἔ. τε σάρκας τε καὶ ὄστεα μυελόεντα <i>Od</i>.9.293, [[αἷμα]] καὶ ἔ. <i>Il</i>.11.176, 438, 17.64, cf. 18.583, <i>Od</i>.12.363, ἔ. πίονα ... κατέθηκε Hes.<i>Th</i>.538, ἔ. δ' [[εἴσω]] χαλκὸς [[ἄφαρ]] διέχευεν Theoc.22.202, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX l.c., τὰ ἔ. ἐξαιρῶν Luc.<i>Sacr</i>.13, ὑπὸ τῶν βοείων ἐγκάτων ἐφυσήθη Babr.34.5, τοῦ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον Luc.<i>Lex</i>.l.c., προφήτης ἐγκάτοισι φλυδούμενος Anon. en Sud.l.c., ἔ. ἰχθύων <i>Gp</i>.20.46.1<br /><b class="num">•</b>fig. ἐν ἔγκασιν ... ᾍδου <i>AP</i> 15.40.42 (Cometas).
}}
}}

Revision as of 12:27, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκᾰτα Medium diacritics: ἔγκατα Low diacritics: έγκατα Capitals: ΕΓΚΑΤΑ
Transliteration A: énkata Transliteration B: enkata Transliteration C: egkata Beta Code: e)/gkata

English (LSJ)

τά,

   A inwards, entrails, Hom., always in acc., as Od.9.293, exc. dat. ἔγκασι in Il.11.438; ἐν ἔγκασιν ᾅδου AP15.40.42 (Comet.): later, nom. sg. ἔγκατον LXX 3 Ki.17.22, Luc. Lex.3.

German (Pape)

[Seite 705] τά, (im Bauche) das Innere, die Eingeweide; Hom., der außer nom. u. acc. den dat. ἔγκασι hat, Il. 11, 438; vgl. ἐν ἔγκασι φιλεῖν Comet. (XV, 40. 42). Ein nom. sing. ἔγκατον steht Luc. Lexiph. 3 u. LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκᾰτα: τά, (ἐν) τὰ ἐσωτερικά, τὰ «σωτικά», τὰ ἐντόσθια, τὰ ἄλλως ἔντερα, Λατ. intestina, Ὅμ., ἀείποτε κατ’ αἰτ. πλὴν τῆς δοτ. ἔγκασι ἐν Ἰλ. Λ. 438· ― ἑν. ὀνομ. ἔγκατον ἐν Λουκ. Λεξιφ. 3.

English (Autenrieth)

dat. ἔγκασι: entrails.

Spanish (DGE)

(ἔγκᾰτα) -ων, τά

• Alolema(s): sg. ἔγκατον Luc.Lex.3; lacon. ἔγκυτον Hsch.

• Morfología: [dat. ἔγκασι Il.11.438, pero ἐγκάτοις LXX Ps.50.12, ἐγκάτοισι Anon. en Sud.s.u. φλυδούμενος]
entrañas ἔ. τε σάρκας τε καὶ ὄστεα μυελόεντα Od.9.293, αἷμα καὶ ἔ. Il.11.176, 438, 17.64, cf. 18.583, Od.12.363, ἔ. πίονα ... κατέθηκε Hes.Th.538, ἔ. δ' εἴσω χαλκὸς ἄφαρ διέχευεν Theoc.22.202, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX l.c., τὰ ἔ. ἐξαιρῶν Luc.Sacr.13, ὑπὸ τῶν βοείων ἐγκάτων ἐφυσήθη Babr.34.5, τοῦ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον Luc.Lex.l.c., προφήτης ἐγκάτοισι φλυδούμενος Anon. en Sud.l.c., ἔ. ἰχθύων Gp.20.46.1
fig. ἐν ἔγκασιν ... ᾍδου AP 15.40.42 (Cometas).