Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
ἐείσατο: γ΄ ἑν. πρόσ. Ἐπ. ἀορ. τοῦ εἶμι (ibo), Ἰλ. Ο. 415· ἐεισάσθην β΄ δυϊκ. αὐτόθι 544.
3ᵉ sg. ao. Moy. de εἶμι.
v. 2 εἴσομαι.