French (Bailly abrégé)
gén. de εἷς et de ἕν.
Russian (Dvoretsky)
ἑνός: gen. к εἷς.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνός: ὁ, λέγεται ὅτι εἶναι = τῷ Λατ. annus, ἔτος, ἐντεῦθεν ἐνιαυτός, δίενος, τρίενος, ὡς τὰ biennis, triennis, κτλ.· πρβλ. ἄφενος.
Greek Monotonic
ἑνός: γεν. του εἷς και ἕν, ενός.