ἑνός

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

French (Bailly abrégé)

gén. de εἷς et de ἕν.

Russian (Dvoretsky)

ἑνός: gen. к εἷς.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνός: ὁ, λέγεται ὅτι εἶναι = τῷ Λατ. annus, ἔτος, ἐντεῦθεν ἐνιαυτός, δίενος, τρίενος, ὡς τὰ biennis, triennis, κτλ.· πρβλ. ἄφενος.

Greek Monotonic

ἑνός: γεν. του εἷς και ἕν, ενός.