ἑνός Search Google

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

French (Bailly abrégé)

gén. de εἷς et de ἕν.

Russian (Dvoretsky)

ἑνός: gen. к εἷς.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνός: ὁ, λέγεται ὅτι εἶναι = τῷ Λατ. annus, ἔτος, ἐντεῦθεν ἐνιαυτός, δίενος, τρίενος, ὡς τὰ biennis, triennis, κτλ.· πρβλ. ἄφενος.

Greek Monotonic

ἑνός: γεν. του εἷς και ἕν, ενός.