ἐμπαραβάλλομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
(6_20) |
(big3_14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπαραβάλλομαι''': παθ., [[ῥίπτω]] ἐμαυτὸν εἴς τι, τιμωρίαις, εἰς τιμωρίας, Φαλάρ. Ἐπιστ. 132 [[μηδὲ]] ἐμπαραβάλλου τῇ [[σεαυτοῦ]] ψυχῇ ὡς ἀλλότριον, κτλ., [[μηδὲ]] νὰ βάλλῃς εἰς τὸν νοῦν σου, [[αὐτόθι]] 130. | |lstext='''ἐμπαραβάλλομαι''': παθ., [[ῥίπτω]] ἐμαυτὸν εἴς τι, τιμωρίαις, εἰς τιμωρίας, Φαλάρ. Ἐπιστ. 132 [[μηδὲ]] ἐμπαραβάλλου τῇ [[σεαυτοῦ]] ψυχῇ ὡς ἀλλότριον, κτλ., [[μηδὲ]] νὰ βάλλῃς εἰς τὸν νοῦν σου, [[αὐτόθι]] 130. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=fig. [[introducir]], [[meter]] ὅμοιον δὴ κρίνω τὸν στρατηγὸν ἐμπαραβαλέσθαι τῇ [[ἑαυτοῦ]] ψυχῇ un pensamiento similar opino que el general concibe en su alma</i> Onas.33.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
A throw oneself into, τιμωρίαις into punishment, Phalar.Ep.132; ἐ. τῇ ψυχῇ to venture to believe in one's heart, ib. 130.
German (Pape)
[Seite 810] (s. βάλλω), sich hineinstürzen, τιμωρίαις Phalar.; τῇ ψυχῇ, sich Etwas einfallen lassen, 130.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπαραβάλλομαι: παθ., ῥίπτω ἐμαυτὸν εἴς τι, τιμωρίαις, εἰς τιμωρίας, Φαλάρ. Ἐπιστ. 132 μηδὲ ἐμπαραβάλλου τῇ σεαυτοῦ ψυχῇ ὡς ἀλλότριον, κτλ., μηδὲ νὰ βάλλῃς εἰς τὸν νοῦν σου, αὐτόθι 130.
Spanish (DGE)
fig. introducir, meter ὅμοιον δὴ κρίνω τὸν στρατηγὸν ἐμπαραβαλέσθαι τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ un pensamiento similar opino que el general concibe en su alma Onas.33.3.