χρύσαμμος: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(6_3) |
(47b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρύσαμμος''': [ῡ], ἡ, [[ἄμμος]] χρυσῆ, Βυζ. | |lstext='''χρύσαμμος''': [ῡ], ἡ, [[ἄμμος]] χρυσῆ, Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παρασύρει [[μαζί]] του [[χρυσή]] άμμο<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[χρύσαμμος]]<br />[[χρυσή]] [[άμμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:10, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A golden sand, Olymp.Alch.p.98 B.; = balluca, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1378] Goldsand mit sich führend, als subst. ὁ u. ἡ χρύσαμμος, Goldsand, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρύσαμμος: [ῡ], ἡ, ἄμμος χρυσῆ, Βυζ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που παρασύρει μαζί του χρυσή άμμο
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρύσαμμος
χρυσή άμμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἄμμος.