χωριαμός: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(6_14)
(47c)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χωριαμός''': ὁ, ἀμφίβ. ἀντὶ [[φωριαμός]], παρ’ Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παθ. 155.
|lstext='''χωριαμός''': ὁ, ἀμφίβ. ἀντὶ [[φωριαμός]], παρ’ Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παθ. 155.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κίστη]], [[κιβώτιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. του [[φωριαμός]] «[[κιβώτιο]], [[σεντούκι]]»].
}}
}}

Revision as of 06:15, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1388] ὁ, = φωριαμός, Hesych., zw.

Greek (Liddell-Scott)

χωριαμός: ὁ, ἀμφίβ. ἀντὶ φωριαμός, παρ’ Ἡσύχ.· ἴδε Λοβεκ. Παθ. 155.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κίστη, κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. του φωριαμός «κιβώτιο, σεντούκι»].