χωρητός: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_11) |
(47c) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωρητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃς δύναται νὰ χωρήσῃ εἰς τὸν νοῦν, [[καταληπτός]], [[ἀπόκρισις]] ὀλίγοις τῶν ἐπὶ γῆς χωρητὴ Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 292C. | |lstext='''χωρητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃς δύναται νὰ χωρήσῃ εἰς τὸν νοῦν, [[καταληπτός]], [[ἀπόκρισις]] ὀλίγοις τῶν ἐπὶ γῆς χωρητὴ Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 292C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[χωρῶ]]<br />ο [[καταληπτός]], αυτός τον οποίο μπορεί εύκολα [[κανείς]] να συλλάβει με τον νου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβατός]]<br /><b>2.</b> [[πεπερασμένος]]<br /><b>3.</b> (γενικά) [[ικανός]] για [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:16, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1387] adj. verb. von χωρέω, gefaßt, zu fassen, faßlich, begreiflich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χωρητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃς δύναται νὰ χωρήσῃ εἰς τὸν νοῦν, καταληπτός, ἀπόκρισις ὀλίγοις τῶν ἐπὶ γῆς χωρητὴ Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 292C.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ χωρῶ
ο καταληπτός, αυτός τον οποίο μπορεί εύκολα κανείς να συλλάβει με τον νου
αρχ.
1. διαβατός
2. πεπερασμένος
3. (γενικά) ικανός για κάτι.