Ακαδήμεια
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
Ἀκαδήμεια και -ία, η (Α)
1. ιερό άλσος στα περίχωρα της Αρχαίας Αθήνας, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του ήρωα Ακάδημου
2. η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Πλάτων στον χώρο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἀκάδημος.
ΠΑΡ. ακαδημεικός, ακαδημιακός, ακαδημικός
αρχ.
ἀκαδημαϊκός, ἀκαδημίηθεν, ἀκαδήμιος].