Ἀκαδήμεια

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀκᾰδήμεια Medium diacritics: Ἀκαδήμεια Low diacritics: Ακαδήμεια Capitals: ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ
Transliteration A: Akadḗmeia Transliteration B: Akadēmeia Transliteration C: Akadimeia Beta Code: *)akadh/meia

English (LSJ)

(the form is protected by metre in Alex. 25,94, cf. Ar. Nu.1005, Epicr.11.11, St. Byz. s.v. Ἑκαδήμεια, Ath.10.419d), freq. written αἰωρία, ἡ, Academy, a gymnasium in the suburbs of Athens, named from the hero Academus, ἐν δρόμοισιν Ἀκαδήμου θεοῦ Eup.32, cf. Pl.Ly.203a, etc., where Plato taught: hence, the Platonic school of philosophy, Ἀκ. παλαιά, μέση, νεωτέρα Phld.Acad.Ind.p.77 M.: prov., Ἀκαδημίηθεν ἥκεις, of a philosopher, Apostol.2.1:—hence Adj. Ἀκαδημεικός, ή, όν, Academic, of the school of Plato, Phld. Acad.Ind.p.18 M.: also Ἀκαδημαϊκός, Plu.2.1077c, Ath.11.509a, Luc.Pisc.43, Timo 35 codd., etc.; Ἀκαδημιακός, D.L.4.67, etc.; Ἀκαδημικός, Cic.Att.13.12.3 and 16.1; Ἀκαδήμιος, Philostr.V A 7.2 s.v.l.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): hεκαδε̄́μεια IG 13.1091 (VI/V a.C.); Ἑκαδημία D.L.3.7; Ἐχεδημία Hsch.; Ἀκαδημία Paus.1.30, Ath.609d, Hsch., Sud.
• Prosodia: [ᾰ-]
1 la Academia lugar situado al NO de Atenas cuyo n. deriva del héroe epón. Academo y en el que desde época antigua había un gimnasio h όρος τε͂ς hεκαδεμείας IG l.c., Ἀ. ... ἐστὶ γυμνάσιον προάστειον ... ἀπό τινος ἥρωος ὀνομασθὲν Ἑκαδήμου ... πρότερον γὰρ διὰ τοῦ ε Ἑ. ἐκαλεῖτο D.L.l.c., cf. Hsch.ll.cc., Sud.
en él había doce μορίαι u olivos sagrados, Ar.Nu.1005
fue rodeado con un muro por Hiparco, hijo de Pisístrato, Sud.τ 733
Cimón lo hizo ajardinar c. árboles frondosos y construyó un estadio, Plu.Cim.13
allí impartió Pl. sus enseñanzas, Pl.Ly.203a, X.HG 2.2.8, D.24.114.
2 la Academia, e.d., la escuela fil. platónica dividida cronológicamente en Ἀ. παλαιά, μέση, νεωτέρα Phld.Acad.Ind.21.37, D.L.1.14, Cic.Tusc.2.3.9
dividida en cinco períodos, S.E.P.220, οἱ ἐξ Ἀκαδημίας φιλόσοφοι Str.13.1.66, cf. IG 22.1006.20 (II a.C.), Plu.2.549e, S.E.M.11.3, ὁ ἐκ τῆς Ἀκαδημίας filósofo de la escuela platónica Str.13.1.67, 17.3.22, Ael.VH 14.26, cf. en plu., Plu.2.1083a, S.E.P.1.226.
3 Academia n. dado en memoria de la escuela platónica a otros lugares: a uno de los gimnasios que Cicerón tenía en Túsculo, in Academiam nostram descendimus Cic.Tusc.3.3.7, cf. 2.3.9, Att.5.2
gener. academia, escuela en Alejandría ἄγων γὰρ σχολὴν περὶ τὰς ἐκεῖσε ἀκαδημίας PMasp.295.1.13 (VI d.C.).
• Etimología: Cf. Ἀκάδημος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mieux que Ἀκαδημία;
1 jardin d'Akadèmos, près d'Athènes, et où Platon enseignait;
2 l'Académie, école de philosophie platonicienne : οἱ ἐκ τῆς Ἀκαδημίας, οἱ ἐν Ἀκαδημίᾳ les philosophes de l'Académie.

Russian (Dvoretsky)

Ἀκᾰδήμεια: и Ἀκᾰδημία (ᾰκ) ἡ Академия
1 сад Академа близ Афин, на берегу Кефиса, где учил Платон Arph., Xen., Plat.;
2 платоновская философская школа: οἱ ἐκ или ἀπὸ τῆς Ἀκαδημίας Plut., Sext. и οἱ ἐν Ἀκαδημία Plut. академики, философы платоновской школы; ἀρχαία, тж. μέση, νέα Ἀ. Plut., Diog. L. старая, тж. средняя, новая Академия.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀκᾰδήμεια: ἢ -ία [ῑ], ἡ, ἡ Ἀκαδημία, γυμνάσιον ἐν τοῖς προαστείοις τῶν Ἀθηνῶν (κληθεῖσα οὕτως ἀπὸ τοῦ ἥρωος Ἀκαδήμου, ἐν δρόμοισιν Ἀκαδήμου θεοῦ, Εὔπολ. ἐν «Ἀστρατεύτοις» 3), ἔνθαΠλάτων ἐδίδασκεν: ἐντεῦθεν οἱ εἰς τὴν Πλατωνικὴν σχολὴν ἀνήκοντες φιλόσοφοι ἐκαλοῦντο ἀκαδημιακοί, παροιμία Ἀκαδημίηθεν ἥκεις, ἐπὶ φιλοσόφου, Ἀποστολ. Παροιμ. 2. 1. Κοινῶς γράφεται ἐν τοῖς χειρογρ. Ἀκαδημία, ἀλλ’ ὁ τύπος Ἀκαδήμειᾰ, ὃν ἀναγνωρίζει Στέφ. ὁ Βυζάντιος ἐν λ. Ἑκαδήμεια, διετηρήθη ἐνιαχοῦ ἐν τοῖς ἀρχαιοτάτοις χειρογράφοις, οἷα τὸ Βοδλ. τοῦ Πλάτ. καὶ τὸ Ἑνετ. τοῦ Ἀθηναίου· ὅτι δὲ ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρὰ φαίνεται ἐκ πολλῶν χωρίων ποιητῶν: Ἀριστοφ. Νεφ. 1005, Ἐπικρ. Ἄδηλ. 370, Ἄλεξις ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1. 2, ἐν «Ἱππεῖ» 1.

Greek Monolingual

Ἀκαδήμεια και -ία, η (Α)
1. ιερό άλσος στα περίχωρα της Αρχαίας Αθήνας, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του ήρωα Ακάδημου
2. η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Πλάτων στον χώρο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀκάδημος.
ΠΑΡ. ακαδημεικός, ακαδημιακός, ακαδημικός
αρχ.
ἀκαδημαϊκός, ἀκαδημίηθεν, ἀκαδήμιος].

Greek Monotonic

Ἀκᾰδήμεια: ή -ία[ῑ], ἡ, η Ακαδημία, γυμνάσιο στα προάστεια των Αθηνών, εκεί όπου δίδαξε ο Πλάτωνας· απ' όπου και οι Πλατωνικοί φιλόσοφοι ονομάστηκαν Ἀκαδημικοί ή Ἀκαδημιακοί, Ακαδημαϊκοί.

Middle Liddell


the Academy, a gymnasium near Athens, where Plato taught: hence Platonic philosophers were called Ἀκαδημικοί, Academics.