ἀνέκδρομος

Revision as of 20:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A inevitable, θῶμιγξ AP9.343 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 221] unentrinnbar, θῶμιξ Archi. 23 (IX, 343).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέκδρομος: -ον, ἄφυκτος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ αποφύγῃ, ἀδιάλυτος, ἀδιέξοδος, ἀνέκδρομος ὤχμασε θώμιξ (ὀρθότ. θῶμιγξ, ἴδε τὴν λέξ.) Ἀνθ. ΙΙ. 9. 343.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’où l’on ne peut s’enfuir.
Étymologie: ἀ, ἐκδραμεῖν.

Spanish (DGE)

-ον inevitable θώμιγξ AP 9.343 (Arch.).

Greek Monolingual

ἀνέκδρομος, -ον (Α)
ο αναπόφευκτος.

Greek Monotonic

ἀνέκδρομος: -ον, αναπόφευκτος, αναπόδραστος, σε Ανθ.