θῶμιγξ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
θώμιγγος, ἡ, cord, string, Hdt.1.199, AP9.343 (Arch.), Polyaen.6.50, Ael.VH3.26; bow-string, A.Pers.461, Eu.182, Trag.Adesp.215; a fishing-line, Opp.H.3.76, etc. (Perh. cognate with Lat. funis.)
German (Pape)
[Seite 1229] ιγγος, ἡ, nach Suid. λεπτὸν σχοινίον, Schnur, Faden; im gen., Her. 1, 199; von der Bogensehne, τοξικῆς ἀπὸ θώμιγγος Aesch. Pers. 453; χρυσηλάτου θώμιγγος ἐξορμώμενον Eum. 173; von der Angel, θώμιγγα λινόστροφον ἐκ παλαμάων δησάμενοι Opp. Hal. 3, 97; Seil, Polyaen. 6, 50 u. a. Sp. Auch θώμιξ geschrieben.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ) :
corde :
1 lien de jonc pour le fourrage;
2 corde d'arc;
3 câble.
Étymologie: DELG cf. lat. funis.
Russian (Dvoretsky)
θῶμιγξ: ιγγος ἡ
1 шнур, веревка, жгут: στέφανος θώμιγγος Her. венок из жгута;
2 (тж. θ. τοξική Aesch.) тетива Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
θῶμιγξ: -ιγγος, ὁ, σχοινίον λεπτόν, «τριχιά», Ἡρόδ. 1. 199, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 26· χορδὴ τόξου, νευρά, Αἰσχύλ. Πέρσ. 461, Εὐμ. 182· ὁρμιὰ ἁλιευτική, Ὀππ. Ἁλ. 3. 76, κτλ.· - φέρεται θώμιξ ἐν Ἀνθ. Π. 9. 342.
Greek Monolingual
θῶμιγξ, -γγος, ἡ (Α)
1. λεπτό σχοινί, σπόγγος, τριχιά
2. χορδή τόξου, νεβρά
3. αλιευτική ορμιά, πετονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με ρίζα θωμ(ο)- (πρβλ. λατ. funis «σχοινί», τοχ. ΑΒ tsu- «συνδέω») + επίθημα -ιγγ- δεν θεωρείται πειστική].
Greek Monotonic
θῶμιγξ: -ιγγος, ὁ, χορδή, σχοινί, κορδόνι, σε Ηρόδ.· χορδή τόξου, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
-ιγγος
Grammatical information: f.
Meaning: cord, string; bow-string (Hdt., trag. etc.) with θωμίσσει νύσσει, δεσμεύει (H.), θωμιχθείς (Anacr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation in -ιγγ- (Chantraine Formation 399, Schwyzer 498) from a basis *θωμ(ο)-, which Solmsen Wortforsch. 130 n. 1 conncts with Lat. fūnis rope from *dhū-ni-; this is however phonetically impossible. Cf. v. Blumenthal Hesychst. 36f. - The suffix proves a Pre-Greek word.
Middle Liddell
θῶμιγξ, ιγγος, ὁ,
a cord, string, Hdt.: a bow-string, Aesch. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
θῶμιγξ: -ιγγος
{thō̃migks}
Grammar: f.
Meaning: Strick, Schnur, Band, Bogensehne (Hdt., Trag. usw.)
Derivative: mit θωμίσσει· νύσσει, δεσμεύει (H.), θωμιχθείς (Anakr.).
Etymology: Bildung auf -ιγγ- (Chantraine Formation 399, Schwyzer 498) von einem Grundwort *θωμ(ο)-, das von Solmsen Wortforsch. 130 A. 1 zu lat. fūnis Seil aus *dhū-ni- gezogen wird. Das zugrunde liegende primäre Verb will Duchesne-Guillemin BSL 41, 178 in toch. AB tsu- zusammenfügen wiederfinden. Vgl. noch v. Blumenthal Hesychst. 36f.
Page 1,700