αλτρουιστής
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Greek Monolingual
ο (θηλ. -ίστρια)
αυτός που διαπνέεται απο ανιδιοτελή συναισθήματα ανθρωπισμού, φιλαλληλίας, αλτρουισμού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. altruiste «αυτός που αγαπάει τους άλλους» (< λατ. alter «άλλος»).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλτρουιστικός].