αμερόληπτος
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν μεροληπτεί, που δεν παίρνει το μέρος κανενός, δίκαιος, ευθύς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + μεροληπτώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμεροληπτώ, αμεροληψία].