αμεροληπτώ

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source

Greek Monolingual

(-έω) αμερόληπτος
είμαι αμερόληπτος, φέρομαι αμερόληπτα, δεν κάνω διακρίσεις.