αμεροληπτώ

From LSJ

ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies

Source

Greek Monolingual

(-έω) αμερόληπτος
είμαι αμερόληπτος, φέρομαι αμερόληπτα, δεν κάνω διακρίσεις.