μεροληπτώ
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
Greek Monolingual
1. υποστηρίζω ορισμένο πρόσωπο, επειδή το συμπαθώ, ή ορισμένη άποψη, επειδή μέ συμφέρει, παίρνω το μέρος κάποιου, δεν είμαι αντικειμενικός στην κρίση μου («δεν βγήκε δίκαιη απόφαση, επειδή τα μέλη της επιτροπής μερολήπτησαν»)
2. (ειδικά για δικαστή ή κριτή) εκδίδω απόφαση, παρά το δίκαιο, η οποία συμφέρει σε κάποιον από τους κρινομένους
3. συνεκδ. έχω από πριν σχηματισμένη αντίληψη που δεν επιδέχεται αντίρρηση, είμαι μονομερής, φανατικός στις αντιλήψεις ή τις κρίσεις μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].