άσκευος

From LSJ
Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

ἄσκευος, -ον (AM) σκεύος
1. αυτός που δεν έχει σκεύη
2. αυτός που στερείται κάτι αναγκαίο
μσν.
«τον ἄσκευον και ἄυλον διαθλευόντων βίον» — για την ασκητική ζωή
αρχ.
1. ο απροετοίμαστος
2. ο ανεπιτήδευτος, ο απλός
3. ἄσκευοι
στρατιώτες με ελαφρό οπλισμό
4. (με γεν.) «ἄσκευοι ἀσπίδων καὶ στρατοῦ» — χωρίς όπλα και στρατό.