ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
ἀκεσώδυνος, -ον (Α)αυτός που καταπραΰνει τους πόνους.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκέομαι + -ώδυνος < ὀδυνη].