αγκράφα
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
Greek Monolingual
η
διακοσμητική καρφίτσα που συνδέει τα δύο άκρα ζώνης ή στολίζει υποδήματα και ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. agrafe].