αμμωτό

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source

Greek Monolingual

το τεχνολ. όργανο μέτρησης του χρόνου με τη βοήθεια της ροής λεπτόκοκκης άμμου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. sablier ή ampoulitte. Ο ελληνικός όρος πρωτοαπαντά στο Ναυτικό Ονοματολόγιο του 1858].