αμαλλοδετήρ
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
ἀμαλλοδετήρ (-ῆρος), ο (Α)
αυτός που δένει τα στάχυα σε δεμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμαλλα «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + -δετήρ < δῶ (-έω) «δένω»].