αμφίκαυστις
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
ἀμφίκαυστις, -εως, η (Α)
1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη
2. (στους Κωμ.) το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. του καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω.