ημίχλωρος
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
ἡμίχλωρος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ χλωρός, ο μισοπράσινος.