Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
αἰολόφυλος, -ον (Α)αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -φυλος < φῦλον.