αιολόφυλος

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

αἰολόφυλος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -φυλος < φῦλον.