αντιπαραβολή
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀντιπαραβολή)
αντιπαράθεση, σύγκριση.
Russian (Dvoretsky)
αντιπαραβολή: ἡ взаимное сопоставление, сравнение Arst., Plut.