(I)-η, -ο χάρηαυτός που δεν έχει χάρη, ο άκομψος, ο άσχημος.(II)-η, -ο χαρά ή χαίρομαι]1. αυτός που δεν δοκιμάζει ή δεν δοκίμασε χαρά, ο δύστυχος2. όποιος δεν φέρνει χαρά, ο θλιβερός3. (σε κατάρα) εκείνος που μακάρι να μη νιώσει χαρά.