άχαρος

Revision as of 13:10, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο χάρη
αυτός που δεν έχει χάρη, ο άκομψος, ο άσχημος.
(II)
-η, -ο χαρά ή χαίρομαι]
1. αυτός που δεν δοκιμάζει ή δεν δοκίμασε χαρά, ο δύστυχος
2. όποιος δεν φέρνει χαρά, ο θλιβερός
3. (σε κατάρα) εκείνος που μακάρι να μη νιώσει χαρά.