δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
ἀμισής, -ές (Α)αυτός που δεν είναι μισητός ή δυσάρεστος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + -μισὴς < μῖσος.ΠΑΡ. αρχ. ἀμισία.