αμισής

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

ἀμισής, -ές (Α)
αυτός που δεν είναι μισητός ή δυσάρεστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + -μισὴς < μῖσος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμισία.