ἀμβοειδής
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ές,
A like an ἄμβων, protuberant, Heliod. ap. Orib.49.8.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβοειδής: -ές, = ὡς ἄμβων, κεκυρτωμένος, προεξέχων, Ὀρειβάσ. σ. 133 Μαι.
Spanish (DGE)
-ές saliente, protuberante μέρος Heliod. en Orib.49.9.7.
Greek Monolingual
ἀμβοειδής, -ές (Α)
αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβη «ό,τι προεξέχει, εξόγκωμα» + -ειδής < εἶδος.